ἤιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤιοι — ἤιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾖον — ἤιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρήιος — ζεφυρήϊος, ον (Α) ο ζεφύριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ήιος, (πρβλ. ποταμ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
θαλαμήιος — θαλαμήϊος, ΐη, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», Ησίοδ.) 2. ο γαμήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ ος + κατάλ. ήιος (πρβλ. ανθρωπ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κρηνήιος — κρηνήϊος, ον (Α) κρηναίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ποταμ ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek
κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
λωφήιος — λωφήϊος, ΐα, ον (Α) αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek
μαιήιος — μαιήϊος, ον (Α) 1. μαιευτικός 2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα ήϊος (πρβλ. γαι ήιος, γενεθλ ήιος)] … Dictionary of Greek